κολλόδιο(ν)

κολλόδιο(ν)
το коллодий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κολλόδιο(ν)" в других словарях:

  • διαπίδυση — Μέθοδος με την οποία πραγματοποιείται ο διαχωρισμός των μορίων που είναι σε κολλοειδή κατάσταση, από άλλα που έχουν μικρότερες μοριακές διαστάσεις. Ο Τόμας Γκράχαμ, που ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις κολλοειδείς ουσίες, ήταν ο πρώτος που επινόησε… …   Dictionary of Greek

  • κελλοϊδίνη — η (φωτογρ.) χαρτί κατάλληλο για λήψη φωτογραφιών με άμεση αμαύρωση, που το επιφανειακό στρώμα του με βάση το κολλόδιο περιέχει τα κατάλληλα άλατα αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celloidin < cell (o) (< cellulose …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»